- ρινόρροια
- η, Νιατρ. εκροή από τους ρώθωνες εγκεφαλονωτιαίου υγρού επί κατάγματος τού τετρημένου πετάλου τού ηθμοειδούς οστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhoea (< ῥίς, ῥινός + -ρροία (< -ρρους < ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.